ολόσφυρος

ολόσφυρος
(I)
ὁλόσφυρος, -ον (ΑΜ)
ολοσφυρήλατος*
μσν.
αυτός που αποτελεί μια συμπαγή ολότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + σφῦρα].
————————
(II)
ὁλόσφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σφυρά, αστραγάλους οι οποίοι δεν έχουν αποσπαστεί μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό-σφυρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁλόσφυρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόσφυρον — ὁλόσφυρος masc/fem acc sg ὁλόσφυρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοσφύρου — ὁλόσφυρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόσφυρα — ὁλόσφυρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόσφυροι — ὁλόσφυρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”